παραπαίρνω

παραπαίρνω
1. (κυριολ. και μτφ.) παίρνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει
2. μέσ. παραπαίρνομαι
περιφέρομαι
3. φρ. α) «παραπήρε θάρρος» ή «παραπήρε αέρα» — έγινε πολύ θρασύς
β) «τόν παραπήρε ο θυμός» — τόν κατέλαβε μεγάλη οργή, εξεμάνη
γ) «τόν παραπήρε ο ύπνος» — κοιμήθηκε περισσότερο από το κανονικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραπαίρνω — παραπήρα, παραπάρθηκα, παραπαρμένος 1. παίρνω κάτι περισσότερο απ όσο πρέπει, ξεπερνώ τα όρια: Παραπήρα φόρα και δεν ήξερα τι έλεγα. 2. μαλώνω, αποπαίρνω κάποιον: Δεν πρόφτασε ούτε καλημέρα να πει το παιδί και το παραπήρες. 3. μέσ., παραφέρνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραθαρρεύω — 1. έχω πεποίθηση ή εμπιστοσύνη περισσότερη από το κανονικό («παραθαρρεύει πως θα πετύχει») 2. εξοικειώνομαι περισσότερο από όσο πρέπει με κάποιον, παραπαίρνω θάρρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”