- παραπαίρνω
- 1. (κυριολ. και μτφ.) παίρνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει2. μέσ. παραπαίρνομαιπεριφέρομαι3. φρ. α) «παραπήρε θάρρος» ή «παραπήρε αέρα» — έγινε πολύ θρασύςβ) «τόν παραπήρε ο θυμός» — τόν κατέλαβε μεγάλη οργή, εξεμάνηγ) «τόν παραπήρε ο ύπνος» — κοιμήθηκε περισσότερο από το κανονικό.
Dictionary of Greek. 2013.